πηκτολυτικός

πηκτολυτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «πηκτολυτικό ένζυμο» — βιοκαταλύτης που δρα στις πηκτικές ουσίες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χυμών και ποτών, είτε για την αύξηση τής απόδοσης εκχύλισης είτε για τη μείωση τού ιξώδους τών χυμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pectolytic (< πηκτικός + hydrolytic)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”